Η βιταμίνη D και τα συμπληρώματα ιχθυελαίου μπορεί να βοηθήσουν στην πρόληψη των αυτοάνοσων παθήσεων, λέει μελέτη του Harvard

Η καθημερινή λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D και ιχθυελαίου μπορεί να βοηθήσει στην προστασία των μεσηλίκων από την ανάπτυξη αυτοάνοσων διαταραχών όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η ψωρίαση, οι παθήσεις του θυρεοειδούς και η ρευματική πολυμυαλγία, μια φλεγμονώδης νόσος που προκαλεί μυϊκούς πόνους και δυσκαμψία στους ώμους και τους γοφούς.

Τι βρήκαν οι ερευνητές του Χάρβαρντ

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Νοσοκομείου Brigham & Women’s της Βοστώνης, με επικεφαλής τη δρα Κάρεν Κοστενμπάντερ του Τμήματος Ρευματολογίας και Ανοσολογίας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «British Medical Journal» (BMJ), εξέτασαν 25.871 ανθρώπους με μέση ηλικία 67 ετών (οι άνδρες άνω των 50 και οι γυναίκες άνω των 55) τις επιπτώσεις της καθημερινής λήψης συμπληρωμάτων βιταμίνης D ή/και ωμέγα-3 ιχθυελαίων, όσον αφορά την εκδήλωση αυτοάνοσων διαταραχών.

Άτομα ηλικίας 50 ετών και άνω που έπαιρναν 2.000 IU (Διεθνείς Μονάδες) βιταμίνης D3 για περισσότερα από πέντε χρόνια είχαν 22% χαμηλότερο σχετικό ποσοστό επιβεβαιωμένων αυτοάνοσων διαγνώσεων, δήλωσε η συγγραφέας της μελέτης Dr. Karen Costenbader, καθηγήτρια ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ στο τμήμα Ρευματολογίας και Ανοσολογίας και η διευθύντρια του προγράμματος στο Brigham and Women’s Hospital στη Βοστώνη.
Αυτή η δόση είναι δύο έως τρεις φορές παραπάνω από την συνιστώμενη ημερήσια δόση βιταμίνης D για ενήλικες, η οποία είναι 600 IU για άτομα έως 69 ετών και 800 IU για άτομα ηλικίας 70 ετών και άνω, σύμφωνα με τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας.
Από τη στιγμή που οι άνθρωποι έπαιρναν βιταμίνη D για τουλάχιστον δύο χρόνια, το ποσοστό πρόληψης από αυτοάνοσες διαταραχές αυξήθηκε στο 39%, σύμφωνα με τη μελέτη.

Οι κάψουλες βιταμίνης D και ωμέγα 3 ιχθυελαίου μπορεί να προστατεύουν από αυτοάνοσες ασθένειες.

Η μελέτη βρήκε επίσης μια πιθανή σχέση μεταξύ λήψης 1.000mg ωμέγα-3 (ιχθυέλαιο)  λιπαρών οξέων και μείωσης των αυτοάνοσων διαταραχών.
Ωστόσο, η μελέτη διαπίστωσε ότι η λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D και ωμέγα-3 λιπαρών οξέων , έναντι του εικονικού φαρμάκου (placebo), μείωσε την εκδήλωση αυτοάνοσων παθήσεων κατά περίπου 30%.

Τοξικότητα της βιταμίνης D

Σε αντίθεση με τις υδατοδιαλυτές βιταμίνες, τις οποίες το σώμα μπορεί εύκολα να αποβάλει, η βιταμίνη D αποθηκεύεται στα λιπώδη κύτταρα του σώματος και μπορεί να συσσωρευτεί σε τοξικά επίπεδα, οδηγώντας σε πόνο στα οστά και νεφρική βλάβη.
Επειδή το σώμα παράγει βιταμίνη D όταν το δέρμα εκτίθεται στον ήλιο και πολλές τροφές όπως το γάλα και τα δημητριακά συχνά εμπλουτίζονται με βιταμίνη D, πολλοί ειδικοί λένε ότι οι υγιείς, νεότεροι άνθρωποι είναι πιθανό να μην χρειάζονται συμπληρώματα βιταμίνης D, ειδικά σε ποσότητες πάνω από τις συνιστώμενες  600 IU/ημέρα.

Η Έρευνα

Οι συμμετέχοντες στην τυχαιοποιημένη, διπλά «τυφλή» και ελεγχόμενη με ψευδοφάρμακο μελέτη με την ονομασία VITAL χωρίστηκαν τυχαία σε ομάδες και πήραν για πέντε χρόνια κατά μέσο όρο είτε μόνο βιταμίνη D3 (2.000 IU ημερησίως) είτε μόνο ωμέγα-3 λιπαρά οξέα (1.000 μιλιγκράμ την ημέρα) είτε μαζί βιταμίνη και ωμέγα-3 είτε εικονικό φάρμακο (πλασίμπο). Στη διάρκεια της μελέτης διαγνώστηκαν με κάποια αυτοάνοση νόσο 123 άτομα στην ομάδα της βιταμίνης D έναντι 130 στην ομάδα των ωμέγα-3 και 155 στην ομάδα του πλασίμπο, πράγμα που ισοδυναμεί με 22% μικρότερο κίνδυνο για όσους έπαιρναν D και 15% για όσους έπαιρναν ωμέγα-3.

Όταν ελήφθησαν υπόψη μόνο τα τελευταία τρία χρόνια της μελέτης, η ομάδα της βιταμίνης D είχε 39% λιγότερα επιβεβαιωμένα αυτοάνοσα περιστατικά έναντι της ομάδας του πλασίμπο και η ομάδα των ωμέγα-3 10% λιγότερα. Από κοινού τα συμπληρώματα D και ωμέγα-3 φάνηκε να μειώνουν κατά περίπου 30% την πιθανότητα αυτοάνοσης πάθησης σε σχέση με το πλασίμπο.

Οι ερευνητές ανέφεραν ότι η κλινική σημασία των ευρημάτων τους είναι μεγάλη, «δεδομένου ότι τα συμπληρώματα βιταμίνης D είναι καλά ανεκτά, όχι τοξικά και επιπλέον δεν υπάρχουν άλλες γνωστές αποτελεσματικές θεραπείες που να μειώνουν τα ποσοστά των αυτοάνοσων ασθενειών». Οι τελευταίες εκδηλώνονται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα εσφαλμένα επιτίθεται στα υγιή κύτταρα του σώματος.

Τι είναι τα Αυτοάνοσα Νοσήματα

Η αυτοάνοση νόσος εμφανίζεται όταν το φυσικό αμυντικό σύστημα του σώματος βλέπει ξαφνικά τα φυσιολογικά κύτταρα ως εισβολείς και αρχίζει να καταστρέφει αυτά τα κύτταρα κατά λάθος. Στη ρευματοειδή αρθρίτιδα , για παράδειγμα, το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στην επένδυση των αρθρώσεων, δημιουργώντας φλεγμονή, πρήξιμο και πόνο. Με την ψωρίαση, τα υπερδραστήρια Τ-κύτταρα — τα οποία είναι από τους καλύτερους υπερασπιστές του σώματος — προκαλούν φλεγμονή που δημιουργεί ανυψωμένα, φολιδωτά μπαλώματα στο δέρμα.
Στον διαβήτη τύπου 1, οι υπερασπιστές του σώματος καταστρέφουν τα κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη. Υπάρχουν ακόμη και κάποια στοιχεία που δείχνουν ότι η φλεγμονή σε όλο το σώμα μπορεί να αποτελεί μέρος της εξέλιξης του διαβήτη τύπου 2.
Οι αυτοάνοσες διαταραχές μπορούν να αναπτυχθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ζωής, αλλά εμφανίζονται περισσότερο στους ηλικιωμένους, ιδιαίτερα στις γυναίκες, είπε ο Costenbader.

Αυτοάνοσες ασθένειες (αγγλ.: autoimmune diseases), λέγονται και αυτοάνοσα νοσήματα, ορίζονται εκείνες οι ασθένειες που προκαλούνται από υπερβολική και λανθασμένη απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος έναντι στον ίδιο τον οργανισμό.  Οι αυτοάνοσες ασθένειες περιλαμβάνουν περισσότερες από 80 διαταραχές, οι οποίες μπορούν να προσβάλλουν σχεδόν οποιοδήποτε μέρος του σώματος. Είναι η τρίτη πιο συχνή κατηγορία ασθενειών μετά τον καρκίνο και την καρδιακή νόσο. Τα συνηθισμένα συμπτώματα περιλαμβάνουν χαμηλό πυρετό, μυϊκούς πόνους, και αίσθημα κόπωσης, τα οποία κάποιες φορές έχουν περιόδους έξαρσης και ύφεσης.

Οι αιτίες που προκαλούν τις αυτοάνοσες ασθένειες δεν είναι καλά κατανοητές. Αυτό που πιθανολογείται είναι ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης αυτοάνοσων ασθενειών όταν συνυπάρχουν και γενετικοί παράγοντες. Οι 10 πιο συχνές αυτοάνοσες ασθένειες είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η θυρεοειδίτιδα Χασιμότο, η κοιλιοκάκη, η νόσος Γκρέιβς, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, η λεύκη, ο ρευματικός πυρετός, η ατροφική γαστρίτιδα, η γυροειδής αλωπεκία, και η αυτοάνοση (ιδιοπαθής) θρομβοπενική πορφύρα. Άλλες εξίσου σημαντικές αυτοάνοσες ασθένειες είναι η ψωρίαση, ο συστημικός ερυθηματώδης λύκος, το σύνδρομο Χόγκρεν, το σύνδρομο Γκιγιέν-Μπαρέ, η αιμολυτική αναιμία, και η ιδιοπαθής φλεγμονώδης εντερική νόσος (νόσος Κρον και ελκώδης κολίτιδα).

Η θεραπεία εξαρτάται από τον τύπο και τη σοβαρότητα της κατάστασης. Τα διάφορα θεραπευτικά σχήματα στοχεύουν στο να ανακουφίσουν τα συμπτώματα (π.χ. με φάρμακα όπως ασπιρίνη, ιβουπροφαίνη), να αντικαταστήσουν τις ζωτικές ουσίες που ο οργανισμός δεν μπορεί πλέον να παράγει μόνος του (π.χ. με ενέσεις ινσουλίνης, ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη), και να καταστείλει το ανοσοποιητικό σύστημα (π.χ. με φάρμακα για τον έλεγχο της φλεγμονής, όπως μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) και ανοσοκατασταλτικά).

Υπολογίζεται ότι το 5-8% του πληθυσμού (περίπου 24 εκ. άτομα) στις ΗΠΑ προσβάλλεται από κάποιου είδους αυτοάνοση ασθένεια,ενώ το 78.8% των ατόμων αυτών είναι γυναίκες. Άτομα τα οποία έχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν αυτοάνοση ασθένεια είναι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία, άτομα με οικογενειακό ιστορικό, και άτομα που εκτίθενται σε συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς ρύπους όπως φως του ήλιου, χημικές ουσίες (διαλύτες) και ιογενείς και βακτηριακές λοιμώξεις.

Πηγή wikipedia & cnn

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...