ΤτΕ: βαρύ το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την οικονομία
Αν η κλιματική αλλαγή εξελιχθεί με την ένταση που αναμένεται έως το 2050 και το 2100 χωρίς παγκόσμια προσπάθεια μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η σωρευτική ζημία για την ελληνική οικονομία μέχρι και το 2100 φθάνει τα 701 δισ. ευρώ, ποσό που ισοδυναμεί με το τριπλάσιο του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ της χώρας, αναφέρει έκθεση της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής, που παρουσιάστηκε σε εκδήλωση τηςΤράπεζας της Ελλάδος.
Με πρωτοβουλία του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γεωργίου Α. Προβόπουλου, το Φεβρουάριο του 2009 συστάθηκε Επιτροπή από διακεκριμένους επιστήμονες, στην οποία ανατέθηκε η εκπόνηση μελέτης σχετικά με τις περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα. Μετά από έρευνες 26 μηνών, σήμερα δημοσιεύθηκε η Έκθεση της Επιτροπής και παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα της μελέτης σε ειδική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Στο πλαίσιο της μελέτης έγινε εκτίμηση των κλιματικών μεταβολών για 13 περιοχές, στις οποίες διαιρέθηκε η Ελλάδα βάσει κλιματικών και γεωγραφικών κριτηρίων, ενώ αναπτύχθηκε βάση δεδομένων και προσομοιώσεων υποδειγμάτων για τα κυριότερα σενάρια εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των κλιματικών προσομοιώσεων, προβλέπεται ότι μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα η θερμοκρασία θα σημειώσει σημαντική άνοδο, ενώ το ύψος του υετού που αναμένεται στο σύνολο της επικράτειας θα μειωθεί. Παράλληλα θα αυξηθούν δραστικά η ένταση των θερμών εισβολών και η διάρκεια των περιόδων ξηρασίας, με συνέπεια, μεταξύ άλλων, τη σημαντική αύξηση του κινδύνου δασικών πυρκαγιών. Οι μεταβολές αυτές προβλέπεται ότι θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στα οικοσυστήματα της περιοχής, αλλά και σε μια σειρά από τομείς και αποτελέσματα της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Βάσει των κλιματικών προσομοιώσεων, εκτιμήθηκαν οι κίνδυνοι και οι επιπτώσεις της κλιματικής μεταβολής στα υδάτινα αποθέματα, τη μέση στάθμη της θάλασσας, την αλιεία και τις υδατοκαλλιέργειες, τη γεωργία και τα γεωργικά εδάφη, τα δάση και τα δασικά οικοσυστήματα, τη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα, τον τουρισμό, το δομημένο περιβάλλον, τις μεταφορές, την υγεία και την εξορυκτική βιομηχανία. Οι επιμέρους μελέτες παρουσιάζουν ποσοτικές εκτιμήσεις του μεγέθους των αναμενόμενων περιβαλλοντικών και οικονομικών επιπτώσεων. Οι εκτιμήσεις αυτές μπορούν να συμβάλουν στο σχεδιασμό πολιτικών προσαρμογής.
Αρνητικές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς
Η κλιματική αλλαγή θα έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς στην Ελλάδα. Οι επιπτώσεις στους τομείς της γεωργίας, των δασών, της αλιείας, του τουρισμού, των μεταφορών, στις δραστηριότητες σε παράκτιες περιοχές και στο δομημένο περιβάλλον των αστικών κέντρων οφείλονται στην αύξηση της θερμοκρασίας, στην ξηρασία, σε ακραία καιρικά φαινόμενα και στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Σύμφωνα με την Έκθεση, οι επιπτώσεις αυτές θα οδηγήσουν σε μείωση της παραγωγικότητας, σε απώλεια κεφαλαίου και σε επιπλέον δαπάνες για την αποκατάσταση των ζημιών. Αρνητικές συνέπειες θα υπάρξουν επίσης όσον αφορά τη βιοποικιλότητα, τα οικοσυστήματα της Ελλάδος και την υγεία των κατοίκων.
Το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία, αν δεν υπάρξει δράση για την αντιμετώπισή της ούτε στην Ελλάδα ούτε σε παγκόσμιο επίπεδο, εκτιμήθηκε από τη μελέτη ότι θα είναι πολύ υψηλό. Αν η κλιματική αλλαγή εξελιχθεί με την ένταση που αναμένεται έως το 2050 και το 2100 χωρίς παγκόσμια προσπάθεια μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η σωρευτική ζημία για την ελληνική οικονομία μέχρι και το 2100 φθάνει τα 701 δισεκ. ευρώ, δηλ. ισοδυναμεί με το τριπλάσιο του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ της χώρας.
Η αποφυγή ή ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής (περιορισμός της αύξησης της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς Κελσίου) απαιτεί συνεχή προσπάθεια δραστικής μείωσης των εκπομπών στην Ελλάδα και σε παγκόσμιο επίπεδο από σήμερα και μέχρι το 2050 και στη συνέχεια μέχρι το 2100. Μελετήθηκαν σε βάθος οι τρόποι με τους οποίους η Ελλάδα μπορεί να μειώσει δραστικά τις εκπομπές από την καύση ορυκτών καυσίμων, καθώς και από βιομηχανικές και γεωργικές διεργασίες. Θα απαιτηθεί μεγάλη προσπάθεια στους τομείς της εξοικονόμησης ενέργειας, στην ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και στη διάδοση νέων τεχνολογιών σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένου του τομέα των μεταφορών. Η μελέτη αποτίμησε το κόστος για την ελληνική οικονομία των μέτρων δραστικής μείωσης των εκπομπών, το οποίο εκτιμήθηκε ότι σωρευτικά φθάνει τα 113 δισεκ. ευρώ μέχρι το 2050 και συνολικά τα 142 δισεκ. ευρώ μέχρι το 2100, δηλ. ισοδυναμεί με περισσότερο από το ήμισυ του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ. Το όφελος για την οικονομία θα είναι όμως πολλαπλάσιο, γιατί ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής, αν η μείωση των εκπομπών γίνει σε παγκόσμιο επίπεδο, θα περιορίσει το κόστος των αρνητικών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία σχεδόν κατά 60% (σε 294 δισεκ. ευρώ σωρευτικά έως το 2100, έναντι 701 δισεκ. ευρώ σε περίπτωση μη δράσης).
Κόστος προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή
Αποτιμήθηκε τέλος το κόστος προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, που αντιστοιχεί σε μακροχρόνιο πρόγραμμα επενδύσεων σε πολλούς τομείς για την προστασία από τις ζημίες εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Το σύνολο των επενδύσεων και άλλων δαπανών που θα απαιτηθούν συνολικά μέχρι το 2100 φθάνει τα 67 δισεκ. ευρώ, δηλ. ισοδυναμεί περίπου με το 1/3 του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ. Οι επενδύσεις αυτές, σε έργα υποδομής στους τομείς της γεωργίας, των μεταφορών, των δασών, του τουρισμού, καθώς και στις παράκτιες περιοχές και στο δομημένο περιβάλλον σε αστικές περιοχές, δεν εξαλείφουν το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, ούτε εκμηδενίζουν τις επιπτώσεις του, τις περιορίζουν όμως σημαντικά. Εκτιμήθηκε ότι οι επενδύσεις σε μέτρα προσαρμογής θα διασφαλίσουν μείωση του κόστους από την κλιματική αλλαγή σχεδόν κατά 30% (σε 510 δισεκ. ευρώ σωρευτικά έως το 2100, έναντι 701 δισεκ. ευρώ σε περίπτωση μη δράσης): η μείωση αυτή ισοδυναμεί σχεδόν με το σημερινό ετήσιο ΑΕΠ. Η πολιτική προσαρμογής έχει προληπτικό χαρακτήρα και είναι σε κάθε περίπτωση σκόπιμη εν όψει της μεγάλης αβεβαιότητας σχετικά με την αποτελεσματικότητα της παγκόσμιας προσπάθειας για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής μέσω της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Από την ανάλυση κόστους-οφέλους προκύπτει με σαφήνεια υπεροχή της πολιτικής μετριασμού έναντι της μη δράσης, καθώς και όφελος από την πολιτική προσαρμογής. Η μελέτη υποστηρίζει τη σκοπιμότητα ανάληψης δράσης για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στο πλαίσιο των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ανάγκη έναρξης διαδικασιών προκειμένου να καθοριστεί μακροχρόνια στρατηγική για μέτρα προσαρμογής. Δεδομένου ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η εκδήλωση ακραίων κλιματικών επιπτώσεων στο μέλλον, τόσο η πολιτική μετριασμού όσο και η πολιτική προσαρμογής έχουν το χαρακτήρα της ασφάλισης έναντι τέτοιων ενδεχομένων και επομένως η σκοπιμότητά τους δικαιολογείται ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα της ανάλυσης κόστους-οφέλους.
Η σημερινή δυσχερής οικονομική συγκυρία φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι δημιουργεί εμπόδια σχετικά με την εξασφάλιση των κεφαλαίων που θα απαιτηθούν για την εφαρμογή πολιτικής μετριασμού και προσαρμογής. Όμως, στο μέτρο κατά το οποίο η πολιτική αυτή αξιοποιείται ως ευκαιρία νέων δραστηριοτήτων και ανάπτυξης, μπορεί να αποτελέσει μέρος της στρατηγικής που θα συμβάλει στην ταχύτερη έξοδο από την οικονομική κρίση και στη διαμόρφωση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου ? με άλλα λόγια, η υιοθέτησή της, αντί να παρεμποδίζεται από το σημερινό οξύ πρόβλημα της οικονομίας, μπορεί να συμβάλει στη λύση του.
Η κοινωνική διάσταση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής αξίζει να μελετηθεί περαιτέρω, ειδικά σε σχέση με ζητήματα αύξησης της φτώχειας και της μετανάστευσης, επειδή οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και των πολιτικών αντιμετώπισής της θα είναι περισσότερο έντονες για τις κοινωνικές ομάδες χαμηλού εισοδήματος, οι οποίες δεν έχουν τους απαραίτητους πόρους για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που θα δημιουργούνται από την κλιματική αλλαγή και για να χρηματοδοτήσουν μέτρα μείωσης των εκπομπών και προσαρμογής.