Σημαντικές είναι οι εξελίξεις και πολλές οι διαρθρωτικές αλλαγές για τις επιχειρήσεις ενέργειας και κυρίως για τους κυρίους και διαχειριστές των δικτύων μεταφοράς ενέργειας. Τα δίκτυα αποτελούν βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη ανταγωνισμού, αφού οι χρήστες τους, εταιρείες παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου, εξαρτώνται από την ύπαρξη και επέκτασή τους για να ασκήσουν τη δραστηριότητά τους αποτελεσματικά και υπό συνθήκες ανταγωνισμού στην εγχώρια και την ευρωπαϊκή αγορά. Οι επιχειρήσεις που έχουν στην κυριότητά τους ή διαχειρίζονται τα δίκτυα δεν αντιμετωπίζουν άμεσα τον ανταγωνισμό στην αγορά του δικού τους δικτύου, όπου λειτουργούν ως φυσικά μονοπώλια, αλλά πολύ περισσότερο υπέχουν οι ίδιες αυξημένη ευθύνη να τον προστατεύσουν στις αγορές της παραγωγής και της προμήθειας. Κυρίως διαχειριστές δικτύων που ανήκουν σε ομίλους επιχειρήσεων ενέργειας, έχουν τη δυνατότητα αλλά και το κίνητρο να εκμεταλλευθούν τη θέση τους, ωφελώντας καταχρηστικά τις συνδεδεμένες με αυτούς εταιρείες παραγωγής και προμήθειας εις βάρος των ανταγωνιστών τους και των καταναλωτών.
Η κατάχρηση εκ μέρους διαχειριστών δικτύων αντιμετωπίστηκε από την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ενωσης έντονα τα τελευταία χρόνια, αφού έχουν διαπιστωθεί αντιανταγωνιστικές συμπεριφορές εκ μέρους των ομίλων επιχειρήσεων ενέργειας που τους υποχρέωσε να αναλάβουν δυσμενή γι’ αυτούς μέτρα. Κατάχρηση διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, επειδή π.χ. διαχειριστές ενέργειας αρνήθηκαν την πρόσβαση στο δίκτυό τους σε τρίτους, ανταγωνιστές της μονοπωλιακής επιχείρησης, επέβαλαν αδικαιολόγητα υψηλά τιμολόγια πρόσβασης και χρήσης του δικτύου, δεν έλαβαν κατάλληλα μέτρα διαχείρισης συμφόρησης στο δίκτυο ή δεν προέβησαν σε επενδύσεις για ικανοποίηση των αναγκών νέων χρηστών.
Μετά την παρέμβαση της Επιτροπής, ενεργειακοί κολοσσοί όπως οι γερμανικές εταιρείες RWE και E.ON έχουν υποχρεωθεί να εκποιήσουν τα συστήματα μεταφοράς φυσικού αερίου στην πρώτη περίπτωση και ηλεκτρικού ρεύματος στη δεύτερη, σε τρίτους ανεξάρτητους αγοραστές, προκειμένου να αρθούν οι αμφιβολίες της Επιτροπής για διακριτική μεταχείριση τρίτων επιχειρήσεων παραγωγής και προμήθειας. Οι διαδικασίες πώλησης έχουν ολοκληρωθεί, με την RWE να λαμβάνει αντίτιμο περίπου 500 εκατ. ευρώ και την Ε.ΟΝ πάνω από ένα 1 δισ. ευρώ, σύμφωνα με ανακοινώσεις στον γερμανικό Τύπο. Εν όψει των εξελίξεων κι άλλες μεγάλες εταιρείες έχουν πωλήσει τα δίκτυά τους όπως η Vattenfall και η RWE που εκποίησε και το δίκτυο ηλεκτρικού ρεύματος.
Εντύπωση δημιουργεί το γεγονός ότι κυρίως γερμανικές εταιρείες, οι οποίες πρωτοστατούσαν κατά της επιβολής από την Ευρωπαϊκή Ενωση του ιδιοκτησιακού διαχωρισμού των δικτύων από τις δραστηριότητες της παραγωγής και της προμήθειας, τώρα ακόμα και οικειοθελώς προβαίνουν στην πώληση αυτών.
Μήπως τελικά η διατήρηση της κυριότητας ενός δικτύου, που υποχρεούται να λειτουργεί εντελώς ανεξάρτητα από τις άλλες δραστηριότητες του ομίλου, δεν αποφέρει το επιθυμητό όφελος γι’ αυτόν, αλλά πολύ περισσότερο αποτελεί ένα κατάλοιπο της προ απελευθέρωσης εποχής που θέτει εμπόδια στην απρόσκοπτη εξέλιξη του ίδιου του ομίλου; Είναι μια ερώτηση που ίσως θα έπρεπε να τεθεί και στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου να απελευθερωθεί πραγματικά η αγορά αλλά και η ΔΕΗ από το κατάλοιπο αυτό του παρελθόντος.
πηγή: www.energia.gr